σύσπονδος

From LSJ
Revision as of 04:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσπονδος Medium diacritics: σύσπονδος Low diacritics: σύσπονδος Capitals: ΣΥΣΠΟΝΔΟΣ
Transliteration A: sýspondos Transliteration B: syspondos Transliteration C: syspondos Beta Code: su/spondos

English (LSJ)

ον,

   A = ὁμόσπονδος, Aeschin.2.163 (pl., v.l.).

German (Pape)

[Seite 1043] mit, zugleich das Trankopfer verrichtend, = συσπένδων, neben σύσσιτος, Aesch. 2, 163.

Greek (Liddell-Scott)

σύσπονδος: -ον, = ὁμόσπονδος, Αἰσχίν. 50. 9, πρβλ. ὁμόσπονδος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ομόσπονδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σπονδος (< σπονδή < σπένδω), πρβλ. παρά-σπονδος, υπό-σπονδος].

Greek Monotonic

σύσπονδος: -ον (σπονδή), = ὁμόσπονδος, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

σύσπονδος: вместе совершающий возлияние Aeschin.