τανυσίπτερος

From LSJ
Revision as of 04:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνῠσίπτερος Medium diacritics: τανυσίπτερος Low diacritics: τανυσίπτερος Capitals: ΤΑΝΥΣΙΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: tanysípteros Transliteration B: tanysipteros Transliteration C: tanysipteros Beta Code: tanusi/pteros

English (LSJ)

ον,

   A = τανύπτερος, ὄρνιθες Od.5.65, cf. Hes.Op. 212, Alc.84; κίχλαι Od.22.468; ἀλκυόνες Ibyc.8; οἰωνός h.Merc. 213; χελιδών Ar.Av.1411 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1067] = τανύπτερος; ὄρνιθες, κίχλαι, Od. 5, 65. 22, 468; οἰωνός, H. h. Merc. 213; ὄρνις, Hes. O. 214 Th. 525; Ar. Av. 1412. 1415; δίκα, Mesomed. 1.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνῠσίπτερος: -ον, = τανύπτερος, τανυπτέρυξ, ὄρνιθες Ὀδ. Ε. 65, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 210· κίχλαι Ὀδ. Χ. 468· ἀλκυόνες Ἴβυκ. 7· οἰωνὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 213· χελιδὼν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1411.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τανυπτέρυξ.

English (Autenrieth)

broad-winged, Od. 5.65 and Od. 22.468.

Greek Monolingual

-ον, ΝΜΑ
βλ. τανύπτερος.

Greek Monotonic

τᾰνῠσίπτερος: -ον (τανύω, πτερόν), αυτός που έχει ανοιγμένα φτερά, μακριές πτέρυγες, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνῠσίπτερος: Hom., HH, Hes., Arph. = τανύπτερος.