ὑπόφθονος

From LSJ
Revision as of 19:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόφθονος Medium diacritics: ὑπόφθονος Low diacritics: υπόφθονος Capitals: ΥΠΟΦΘΟΝΟΣ
Transliteration A: hypóphthonos Transliteration B: hypophthonos Transliteration C: ypofthonos Beta Code: u(po/fqonos

English (LSJ)

ον,

   A somewhat jealous, only in Adv., ὑποφθόνως ἔχειν πρός τινα behave somewhat jealously towards one, Id.HG7.1.26.

German (Pape)

[Seite 1239] ein wenig neidisch; ὑποφθόνως ἔχειν πρός τινα, neidisch, übel gesinnt sein gegen Einen, Xen. Hell. 7, 1,26.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόφθονος: -ον, ὀλίγον φθονερὸς ἢ ζηλότυπος· ἐπίρρ., ὑποφθόνως ἔχειν πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
secrètement jaloux.
Étymologie: ὑπό, φθόνος.

Greek Monotonic

ὑπόφθονος: -ον, κάπως ζηλιάρης· επίρρ., ὑποφθόνως ἔχειν, το να συμπεριφέρεται κάποιος κάπως ζηλότυπα, σε Ξεν.