κλαμβός
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
English (LSJ)
ή, όν,
A docked, cropped, ὦτα Hippiatr.14, cf.17.
German (Pape)
[Seite 1446] (κλάω?), verstümmelt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλαμβός: -ή, -όν, κολοβός, ἠκρωτηριασμένος, Ἱππιατρ. 54. 62.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mutilé.
Étymologie: DELG κλάω.
Greek Monolingual
κλαμβός, -ή, -όν (Μ)
ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλάω / -ῶ, εμφανίζοντας κατάλ. -(μ)βός κατά τα σκαμβός, κολοβός. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική παραλλαγή του κράμβος.
Greek Monotonic
κλαμβός: -ή, -όν, κολοβός, ακρωτηριασμένος, σε Ιππιατρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: cocked, cropped (ὦτα, Hippiatr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as κολοβός id., σκαμβός crooked etc. (Chantraine Formation 261, Schwyzer 496) from κλάω(?) (Pok. 547). (On Lith. klumbas limping, stumbling, OE lempi-healt limping, which Specht Ursprung 130f. connected wih κλαμβός, s. Fraenkel Wb. s. v. (to Lith. klùbti stumble) or Pok. 657 (to NEng. limp etc. (IE. *lemb-).) - A typically Pre-Greek word; cf. σκαμβός.