κορδακίζω

From LSJ
Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκίζω Medium diacritics: κορδακίζω Low diacritics: κορδακίζω Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΖΩ
Transliteration A: kordakízō Transliteration B: kordakizō Transliteration C: kordakizo Beta Code: kordaki/zw

English (LSJ)

   A dance the κόρδαξ, Hyp.Phil.7, D.Chr.33.9, D.C.50.27, Jul.Mis.350b.

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκίζω: μέλλ. -ίσω, τὸν κόρδακα ὀρχοῦμαι, Πολυδ. Ϛ΄ 123, Α. Β. 101, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ρήτορες (Walz) 1. 570.

French (Bailly abrégé)

danser le κόρδαξ.

Greek Monolingual

κορδακίζω) κόρδαξ
νεοελλ.
(ενεργ. και μέσ.) εμφανίζομαι ντυμένος άσεμνα, ασχημονώ
αρχ.
χορεύω τον κόρδακα, άσεμνο χορό.

Greek Monotonic

κορδᾰκίζω: μέλ. -σω, χορεύω τον κόρδακα.