λιστός

From LSJ
Revision as of 23:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιστός Medium diacritics: λιστός Low diacritics: λιστός Capitals: ΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: listós Transliteration B: listos Transliteration C: listos Beta Code: listo/s

English (LSJ)

ή, όν, (λίσσομαι)

   A to be moved by prayer, Il.9.497 (as quoted in Pl.R.364d): elsewh. only in compds. ἄλλιστος, τρίλλιστος.

Greek (Liddell-Scott)

λιστός: -ή, -όν, (λίσσομαι) ὃν δύναται νὰ συγκινήσῃ ἡ ἱκεσία, Ἰλ. Ι. 497 ὡς μνημονεύεται παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 364D (ἀλλὰ νῦν ἐν τῷ Ὁμηρ. στίχῳ ὑπάρχει ἀντὶ τοῦ λιστοὶ ἡ λεξ. στρεπτοί)· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέτοις ἄλλιστος, τρίλλιστος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on fléchit par des prières.
Étymologie: λίσσομαι.

Greek Monolingual

λιστός, -ή, -όν (Α) λίσσομαι
αυτός που συγκινείται από τις ικεσίες.

Greek Monotonic

λιστός: -ή, -όν (λίσσομαι), αυτός ο οποίος μπορεί να συγκινηθεί από ικεσία, παρά Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

λιστός: умолимый (θεοί Hom. ap. Plat. - вм. στρεπτός).