μισότυφος
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ον,
A hating humbug, Luc.Pisc.20.
German (Pape)
[Seite 192] Feind von Aufgeblasenheit, Luc. Pisc. 20.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσότῡφος: -ον, ὁ μισῶν τὸν τῦφον, τὴν ὑπερηφανίαν, Λουκ. Ἁλιεῖς 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui hait l’orgueil, la vanité.
Étymologie: μισέω, τῦφος.
Greek Monolingual
μισότυφος, -ον (Α)
αυτός που μισεί την αλαζονεία, την περηφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + τῦφος «αλαζονεία, έπαρση» (πρβλ. σεμνό-τυφος, φιλό-τυφος)].
Greek Monotonic
μῑσότῡφος: -ον, αυτός που απεχθάνεται την αλαζονεία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μῑσότῡφος: ненавидящий чванство Luc.