ναυμαχησείω

From LSJ
Revision as of 00:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυμᾰχησείω Medium diacritics: ναυμαχησείω Low diacritics: ναυμαχησείω Capitals: ΝΑΥΜΑΧΗΣΕΙΩ
Transliteration A: naumachēseíō Transliteration B: naumachēseiō Transliteration C: navmachiseio Beta Code: naumaxhsei/w

English (LSJ)

Desiderat. of ναυμαχέω,

   A wish to fight by sea, Th.8.79.

German (Pape)

[Seite 231] desiderat. von ναυμαχέω, ich habe Luft eine Seeschlacht zu liefern, Thuc. 8, 79.

Greek (Liddell-Scott)

ναυμᾰχησείω: ἐφετ. τοῦ ναυμαχέω, ἐπιθυμῶ νὰ πολεμήσω κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 8. 79.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
avoir le désir d’engager un combat naval.
Étymologie: ναυμαχέω.

Greek Monolingual

ναυμαχησείω (Α)
επιθυμώ να πολεμήσω στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναυμάχησ- του ναυμαχώ (πρβλ. μέλλ. ναυμαχήσω) + κατάλ. -(σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ-είω «επιθυμώ να πολεμήσω»].

Greek Monotonic

ναυμᾰχησείω: εφετικό του ναυμαχέω, επιθυμώ να δώσω μάχη στη θάλασσα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ναυμᾰχησείω: [desiderat. к ναυμαχέω иметь желание вступить в морское сражение Thuc.