νεφελωτός
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ή, όν,
A clouded: made of clouds, Luc.VH1.19.
Greek (Liddell-Scott)
νεφελωτός: -ή, -όν, πλήρης νεφελῶν, ἐκ νεφελῶν πεποιημένος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 19.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait de nuages.
Étymologie: νεφέλη.
Greek Monolingual
νεφελωτός, -ή, -όν (Α)
γεμάτος με σύννεφα ή κατασκευασμένος από σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + κατάλ. -ωτός, μέσω αμάρτ. αρχ. νεφελώ].
Greek Monotonic
νεφελωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από το νεφελόω = σχηματίζω σύννεφα), συννεφιασμένος, γεμάτος σύννεφα, δημιουργημένος από σύννεφα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
νεφελωτός: сделанный из облака, облачный (τεῖχος Luc.).