γειτόνησις
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
εως, ἡ, = sq., Luc. Symp.33, Plot.1.2.5.
German (Pape)
[Seite 478] ἡ, = folgdm, Luc. Conv. 33.
Greek (Liddell-Scott)
γειτόνησις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Συμπ. 33.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: γειτονέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
vecindad, proximidad ἀπέλαυσε ... ὁ Ἴων τῆς γειτονήσεως Luc.Symp.33, τὰς πληγὰς ... εὐθὺς λυομένας τῇ γειτονήσει (τοῦ λογιζομένου) Plot.1.2.5.
Greek Monotonic
γειτόνησις: -εως, ἡ , = το επόμ., σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
γειτόνησις: εως ἡ Luc. = γειτόνημα.