Κερβέριοι

From LSJ
Revision as of 23:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κερβέριοι Medium diacritics: Κερβέριοι Low diacritics: Κερβέριοι Capitals: ΚΕΡΒΕΡΙΟΙ
Transliteration A: Kerbérioi Transliteration B: Kerberioi Transliteration C: Kerverioi Beta Code: *kerbe/rioi

English (LSJ)

οἱ, Comic form of Κιμμέριοι, read by Crates in Od.11.14 (

   A Κερβερέων Aristarch. (?)), and apptly. by Ar.Ra.187: with a play upon Κέρβερος, cf. EM513.45.

Greek (Liddell-Scott)

Κερβέριοι: οἱ, κωμικὸς τύπος τοῦ Κιμμέριοι, ἀναγινωσκόμ. παρὰ τῷ Κράτ. καὶ κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ. ἐν Ὀδ. Λ. 14 (κατὰ τοὺς Σχολ.), καί, ὡς φαίνεται, παρὰ τῷ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 187· μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Κέρβερος, πρβλ. Μεγ. Ἐτυμολ. 513. 43 (ἔνθα ἴδε Gaisf.).

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
les Kerbéries, autre n. des Cimmériens, SOPH. (EM p. 543.43) ; AR. Ran. 187 (cf. Κιμμέριοι).

Greek Monolingual

Κερβέριοι, οἱ (Α) Κέρβερος
κωμική ονομασία τών Κιμμερίων, με λογοπαικτική αναφορά προς τον Κέρβερο.

Russian (Dvoretsky)

Κερβέριοι: οἱ керберии Arph. = Κιμμέριοι.