δόκανο

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

και δοκάνι, το (Α δόκανα, τα
Μ δόκανον, το) δοκός
τα δόκανα
το σύμβολο τών Διοσκούρων, το αστρονομικό σημείο τών Διοσκούρων, δύο παράλληλα ξύλα ενωμένα με δύο πλάγια
νεοελλ.
1. παγίδα με δύο συνήθως ελάσματα, η οποία πετυχαίνει αιφνιδιαστική παγίδευση θηράματος μόλις ασκηθεί ελαφρά πίεση
2. ποντικοπαγίδα, φάκα
μσν.
το δόκανον
η δοκός.