κύλον
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
τό,
A v. κύλα.
German (Pape)
[Seite 1529] s. κύλα.
Greek (Liddell-Scott)
κύλον: τό, ἴδε κύλα.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
paupière supérieure ; creux sous les yeux Chantraine.
Étymologie: DELG κύαρ.
Greek Monolingual
κύλον, τὸ (Α)
1. το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο
2. συν. στον πληθ. τὰ κύλα
τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια («τὰ κύλα τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει θ. κυ- και συνδέεται με τον τ. κύαρ. Ο τ. απαντά σε κύρια ον. (πρβλ. Κύλων, Κύλασος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύλον -ου, τό, meestal plur., onderooglid.
Russian (Dvoretsky)
κύλον: τό нижнее веко (ср. κυλοιδιάω).