λαρυγγόφωνος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαρυγγόφωνος Medium diacritics: λαρυγγόφωνος Low diacritics: λαρυγγόφωνος Capitals: ΛΑΡΥΓΓΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: laryngóphōnos Transliteration B: laryngophōnos Transliteration C: laryngofonos Beta Code: laruggo/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A sounding from the throat, Sopat.16.

German (Pape)

[Seite 17] der Kehlstimme ähnlich, Sopat. bei Ath. IV, 175 c.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰρυγγόφωνος: -ον, ἔχων φωνὴν λαρυγγίζουσαν, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 175C.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α λαρυγγόφωνος, -ον)
1. αυτός που η φωνή του λαρυγγίζει
2. αυτός που εκφωνείται με τον λάρυγγα («λαρυγγόφωνα σύμφωνα» — οι λαρυγγικοί φθόγγοι)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το λαρυγγόφωνο
τεχνολ. μικροφωνική συσκευή που εφαρμόζεται εξωτερικά στον τράχηλο και λειτουργεί αποκλειστικά με τις δονήσεις του λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρυγξ, -υγγος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ξενό-φωνος, τραυλό-φωνος].