Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύνθωκος

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Αὐθαίρετος λύπη ‘στὶν ἡ τέκνων σπορά → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνθωκος Medium diacritics: σύνθωκος Low diacritics: σύνθωκος Capitals: ΣΥΝΘΩΚΟΣ
Transliteration A: sýnthōkos Transliteration B: synthōkos Transliteration C: synthokos Beta Code: su/nqwkos

English (LSJ)

ον,

   A = σύνθακος, Jul. Or.5.166b.    II Subst. σύνθωκος, ὁ, public seat, Sophr.153.

German (Pape)

[Seite 1025] = σύνθακος, Oenom. Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

σύνθωκος: -ον, = σύνθακος, Οἰνόμαος ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 223C. ΙΙ. κάθισμα, ἕδρα, «θῶκοι καὶ ὡς Σώφρων φησὶ σύνθωκοι» Πολυδ. Θ΄, 46.

Greek Monolingual

και σύνθακος, -ον, ΜΑ
1. παρακαθήμενος, συγκάθεδρος
2. το αρσ. ως ουσ. σύνθωκος
το κάθισμα, η έδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θῶκος / θᾶκος «έδρα, κάθισμα»].