ίππειος

From LSJ
Revision as of 12:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἵππειος, -εία, -ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) ίππος
αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» — ορός που λαμβάνεται από το αίμα του ίππου
β. «ίππειον κρέας» — κρέας αλόγου
γ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον αὐτοῦ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ἵππειος
ονομασία ενός μήνα στο Θρόνιον
2. (το ουδ. ως κύρ. όν.) το Ἵππειον
«τὸ Ἄργος
ἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῡ», Ησύχ.
επίρρ...
ἱππείως (Α)
με ιππικό τρόπο.