εξάμηνος

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑξάμηνος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, ο εξαμηνιαίος
2. αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε έξι μήνες («εξάμηνη συνδρομή»
«εξάμηνο περιοδικό»)
3. (ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τα (ε)ξάμηνα
το μνημόσυνο που γίνεται έξι μήνες μετά τον θάνατο
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εξάμηνο(ν)
η εξαμηνία, χρονικό διάστημα έξι μηνών
μσν.-αρχ.
(το ουδ. ως χρον. επίρρ.) ἑξάμηνον
επί έξι μήνες
αρχ.
1. αυτός που έχει ηλικία έξι μηνών
2. το αρσ. ως ουσ. ἑξάμηνος (χρόνος)
εξαμηνία, χρονικό διάστημα έξι μηνών
επίσης το θηλ. ἑξάμηνος (ώρη) (Ηρόδ.).