ἀκτινοφόρος

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτῑνοφόρος Medium diacritics: ἀκτινοφόρος Low diacritics: ακτινοφόρος Capitals: ΑΚΤΙΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: aktinophóros Transliteration B: aktinophoros Transliteration C: aktinoforos Beta Code: a)ktinofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing rays, Gloss.:—as Subst., rayed shellfish, Xenocr.85.

German (Pape)

[Seite 86] ὁ, eigtl. Strahlen bringend, eine Art Löffel, Xenocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτῑνοφόρος: -ον, φέρων ἀκτῖνας: - ὡς οὐσιαστ., εἶδος ὀστρακοδέρμου (κοχλίου) ἀκτινωτοῦ, ὅπερ καὶ πενταδάκτυλος καὶ ἕλιξ ὀνομάζεται, Λατ. pecten, Ξενοκρ. Ἐνυδρ. σ. 11. ἔκδ. Κοραῆ, οὗ εἶδε καὶ τάς σημ. σ. 135.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene rayos, Gloss.2.168.
2 subst., ict. cierto molusco tal vez Murex tenuispinus o Aporhais pespelecani (L.) Xenocr.23, Plin.HN 32.147.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀκτινοφόρος)
αυτός που έχει ακτίνες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ἀκτινοφόρος
είδος κοχυλιού ακτινωτού (αλλιώς έλικας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίς -ίνος + -φορος < φέρω.