Κυθέρεια

From LSJ
Revision as of 09:50, 13 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "*" to "*")

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κῠθέρεια Medium diacritics: Κυθέρεια Low diacritics: Κυθέρεια Capitals: ΚΥΘΕΡΕΙΑ
Transliteration A: Kythéreia Transliteration B: Kythereia Transliteration C: Kythereia Beta Code: *kuqe/reia

English (LSJ)

ἡ, Cythereia, surname of Aphrodite, Od.8.288, 18.193, from the city Κύθηρα in Crete, or from the island Κύθηρα; Κυπρογενὴς K.h.Hom.10.1; K.

   A Ἀφροδίτη Musae.38 (s.v.l.):—also Κῠθήρη, Anacreont. 14.11; Κῠθείρη v.l. in Opp.C.1.39; Κῠθέρη, AP6.209 (Antip. Thess.), Epigr. ap. Luc.Symp.41; Κῠθηριάς, άδος, AP6.190 (Gaet.), 206 (Antip. Sid.); Κῠθερηϊάς, Man.4.359.

Greek (Liddell-Scott)

Κῠθέρεια: ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Θ. 288, Σ. 193, ἐκ τῆς ἐν Κρήτῃ πόλεως Κύθηρα, ἢ ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς νήσου Κύθηρα· προσέτι Κυπρογενὴς Κυθέρεια, Ὁμ. Ὕμν. 9. 1· Κυθέρεια Ἀφροδίτη Μουσαῖ. 37· ― ὡσαύτως Κυθήρη, Ἀνακρεόντ.· Κυθείρη, Ὀππ., κλ.· Κυθέρη, Ἀνθ. Π. 6. 209, Ἐπιγρ. ἐν Λουκ. Συμπ. 41· Κυθηριάς, -άδος, Ἀνθ. Π. 6. 190, 206· Κυθερηιάς, Μανέθων 4. 359. Πρβλ. Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 606.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
la déesse de Cythère (Aphrodite).
Étymologie: Κύθηρα.

English (Autenrieth)

Cytherēa, epithet of Aphrodite, from the island of Cythēra.

Spanish

Citerea

Greek Monolingual

Κυθέρεια και Κυθείρη και Κυθήρη και Κυθέρη και Κυθηριάς, ιων. τ. Κυθερηϊάς, ἡ (Α)
προσωνυμία της θεάς Αφροδίτης («ἰσχανόων φιλότητος ἐϋστεφάνου Κυθερείης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύθηρα, με βράχυνση του -η- (> -ε-) για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

Κῠθέρεια: ἡ, Κυθέρεια, επώνυμο της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης Κυθέρη και Κυθηριάς, -άδος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Κῠθέρεια: эп.-ион. Κυθερείη, эол. Κυθέρηα adj. f Киферийская или Киферская (эпитет Афродиты) Hom., HH, Sappho.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: `surname of Aphrodite (Od.); from the island (τὰ) Κύθηρα with shortening of the η (because of the metre, v. Wilamowitz Glaube 1, 95 n. 9, after εὑπατέρεια a. o.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Not with Güntert Kalypso 187 f. after antique grammarians to κεύθω. The name of the island was no doubt Pre-Greek.

Middle Liddell

Κῠθέρεια, ἡ,
Cythereia, surname of Aphrodite, Od.:— also Κυθέρη, and Κυθηριάς, άδος, Anth. [from Κύ˘θηρα]