κουτί

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

το (Μ κουτί)
κατασκεύασμα από ξύλο, μέταλλο, χαρτί κ.ά. ύλες σε σχήμα κυρίως ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, μέσα στο οποίο τοποθετούνται ή συσκευάζονται διάφορα πράγματα
νεοελλ.
φρ. α) «έγινε του κουτιού» — ντύθηκε πολύ κομψά και στολίστηκε
β) «κουτί μού ήρθε» — έγινε όπως το ήθελα, τελείως κατάλληλο, στα μέτρα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυτίον (υποκορ. του κύτος, το), με κώφωση (-υ- > -ου-), πρβλ. κουλλός < κυλλός.