ὀφιομάχος

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφῐομάχος Medium diacritics: ὀφιομάχος Low diacritics: οφιομάχος Capitals: ΟΦΙΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: ophiomáchos Transliteration B: ophiomachos Transliteration C: ofiomachos Beta Code: o)fioma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A fighting with serpents, γνώμη Ph.1.86: as Subst., a kind of locust, and the ichneumon, Hsch.:—in the former sense ὀφῐο-μάχης is found in LXX Le.11.22, Ph. 1.39.

German (Pape)

[Seite 426] mit Schlangen kämpfend, Hesych., eine Art Heuschrecke, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος πρὸς ὄφεις· ὡς οὐσιαστ., εἶδος ἀπτέρου ἀκρίδος, καὶ ὁ ἰχνεύμων, Ἡσύχ.· ὁ Σουΐδ. ἔχει τὸν τύπον ὀφιομάχης καὶ ἑρμηνεύει: «εἶδος ἀκρίδος, μὴ ἔχον πτερά».

Greek Monolingual

ὀφιομάχος και κατά δ. γρφ.> ὀφεομάχος, ον, αρσ. και ὀφιομάχης (Α)
1. αυτός που μάχεται με φίδια
2. είδος ακρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος / -εος + -μάχος / -μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσομάχος].