πένθημα
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ατος, τό,
A lamentation, mourning, A.Ch. 432(pl., lyr.), Theoc.26.26 (with play on Πενθεύς) ; διπλοῦν πένθιμον δαιμόνων (leg. πένθημ' ὁμαιμόνων) ἔχειν E.Supp.1035.
German (Pape)
[Seite 555] τό, die Trauer, Aesch. Ch. 426 u. folgde Dichter, wie Theocr. 26, 26.
Greek (Liddell-Scott)
πένθημα: τό, θρῆνος, πένθος, Αἰσχύλ. Χο. 432, Θεόκρ. 26. 26· διπλοῦν π. δωμάτων ἔχειν Εὐρ. Ἱκέτ. 1035.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
deuil, tristesse.
Étymologie: πενθέω.
Greek Monolingual
τὸ, Α πενθώ
θρήνος, οδυρμός, πένθος.
Greek Monotonic
πένθημα: -ατος, τό, θρήνος, πένθος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πένθημα -ατος, τό πενθέω weeklacht.
Russian (Dvoretsky)
πένθημα: ατος τό горе, скорбь Aesch., Eur., Theocr.
Middle Liddell
πένθημα, ατος, τό,
lamentation, mourning, Aesch., Eur.