Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
αἱματόεις, -εσσα, -εν και (συνηρ.) -τοῡς, -τοῡσσα, -τοῡν (Α) αἷμα
1. ο γεμάτος από αίμα, αιματηρός
2. αιματόχρωμος, κόκκινος
3. αιμάτινος, από αίμα
4. αιματώδης, φονικός.