επιμελής
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπιμελής, -ές) επιμελούμαι
αυτός που ασχολείται με ιδιαίτερη φροντίδα με κάτι, εργατικός (α. «επιμελής μαθητής» β. «ἐπιμελὴς ἀγαθῶν», Πλάτ.
γ. «ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προθύμως μανθάνω», Αριστοφ.)
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο φροντίζει κανείς («ἀλλὰ οἱ τοῡτ’ ἧν ἐπιμελές», Ηρόδ.)
2. αρμόδιος, πρόσφορος, κατάλληλος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμελές
η προσοχή, η περιέργεια, ο σκοπός.