εύφημος

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔφημος, -ον, Α δωρ. τ. εὔφαμος, -ον)
αυτός που χρησιμοποιεί καλά λόγια, ο επαινετικός, ο εγκωμιαστικός, ο κολακευτικός («εὐφήμους λόγους ποιήσασθαι περί τε τοῡ πατρός», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «εὐφημη μνεία» — αναφορά σε κάποιον ή σε κάτι με επαινετικά λόγια
μσν.-αρχ.
φημισμένος, διάσημος
αρχ.
1. αυτός που εκπέμπει ευοίωνη φωνή
2. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που προοιωνίζεται καλά, ο αίσιος, ο ευοίωνος («θεὸν ὑμνεῑν... εὐφήμοις μύθοις», Ξεν.)
3. αυτός που αποφεύγει δυσοίωνες λέξεις, που τηρεί θρησκευτική σιγή (α. «εὔφημον, ὦ τάλαινα, κοίμησον στόμα», Αισχύλ.
β. «ἀφώνως, ἀλόγως τὸ τᾱς εὐφάμου στόμα φροντίδος ἱέντες» — κινώντας τα χείλη χωρίς ήχους ή λέξεις, με σιωπηλούς στοχασμούς, Σοφ.)
4. μαλακός, ήπιος («ἐν εὐφημοτάτοις ὀνόμασι... κατονομάζειν» — να ομιλεί κανείς με ήπιες εκφράσεις, Πλάτ.)
5. φρ. α) «ὑπ' εὐφήμου βοῆς» — με σιγή, σιωπηρά
β) «εὔφημα φωνῶ» — ευφημώ
γ) «εὔφημοι πόνοι» — ευσεβείς κόποι
6. πλήρης σεβασμού, ευλαβικόςεὔφημος καὶ ἀληθὴς οὗτοςλόγος», Διον. Αλεξ.)
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔφημα
οι έπαινοι, τα εγκώμια.
επίρρ...
ευφήμως (ΑΜ εὐφήμως) με εύφημη μνεία, επαινετικά
μσν.-αρχ.
1. με ήπιες ή εύσχημες εκφράσεις
αρχ.
με ευοίωνες λέξεις, με αίσιες λέξεις («εὐφήμως καλῶ ἄνασσαν τῆσδ' Ἀθηναίαν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φημος (< φήμη), πρβλ. κακό-φημος, περί-φημος].