κηλιδώνω
Greek Monolingual
(Α κηλιδῶ, -όω, δωρ. τ. καλιδῶ) κηλίς
1. ρυπαίνω με κηλίδες, λερώνω, λεκιάζω («τὴν ἐσθήτα αὐτοῡ ἐκηλίδωσε», Δίων Κάσσ.)
2. μτφ. καταισχύνω, ντροπιάζω, ατιμάζω, κατασπιλώνω, μουντζουρώνω (α. «κηλίδωσε την τιμή του» β. «οὐ δεσμοῑσι διὰ τυραννίδας πατέρας ἐκηλίδωσαν;» Ευρ.).