λεκιάζω

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

λεκές
1. κάνω λεκέ, ρυπαίνω, λερώνωμόλις το 'βαλες το λέκιασες το πουκάμισο»)
2. κηλιδώνομαι, λερώνομαι
3. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου.