κυκώ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
κυκῶ, -άω, ποιητ. τ. κυκανῶ, -άω (Α)
1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο (α. «τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ... ἐκύκα», Ομ. Οδ.
β. «αἱ μὴ τί τ' εἴπην γλώσσ' ἐκύκα κακόν», Σαπφ.
γ. «τοῡ θύμου τρίβων κυκῶμαι», Αριστοφ.)
2. αναταράσσω («ἄνω και κάτω τὸν βόρβορον κυκῶσιν», Αριστοφ.)
3. δημιουργώ σύγχυση, προκαλώ αταξία, αναστατώνω κάτι («τὴν βουλήν βίᾳ κυκήσω», Αριστοφ.)
4. μέσ. κυκῶμαι
α) πέφτω σε σύγχυση, ταράζομαι, φοβάμαι («τρὶς δὲ κυκήθησαν Τρῶες», Ομ. Ιλ.)
β) (για νερά, κύματα, ποταμούς) αναταράζομαι, αναβράζω («κλύδων' ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον», Σοφ.)
γ) (για διανοητική ή ψυχική αναταραχή) βρίσκομαι σε ταραχή, σε μεγάλη φροντίδα («θυμὲ κήδεσιν κυκώμενε», Αρχίλ.)
δ) πιέζομαι, στενοχωρούμαι («ὑπ' ἀνδρὸς τοξότου κυκώμενος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Επιτατικός σχηματισμός σε -άω. Οι συνδέσεις που έχουν κατά καιρούς προταθεί δεν είναι πειστικές].