κυκώ

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

κυκῶ, -άω, ποιητ. τ. κυκανῶ, -άω (Α)
1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο (α. «τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ... ἐκύκα», Ομ. Οδ.
β. «αἱ μὴ τί τ' εἴπην γλώσσ' ἐκύκα κακόν», Σαπφ.
γ. «τοῡ θύμου τρίβων κυκῶμαι», Αριστοφ.)
2. αναταράσσω («ἄνω και κάτω τὸν βόρβορον κυκῶσιν», Αριστοφ.)
3. δημιουργώ σύγχυση, προκαλώ αταξία, αναστατώνω κάτι («τὴν βουλήν βίᾳ κυκήσω», Αριστοφ.)
4. μέσ. κυκῶμαι
α) πέφτω σε σύγχυση, ταράζομαι, φοβάμαι («τρὶς δὲ κυκήθησαν Τρῶες», Ομ. Ιλ.)
β) (για νερά, κύματα, ποταμούς) αναταράζομαι, αναβράζωκλύδων' ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον», Σοφ.)
γ) (για διανοητική ή ψυχική αναταραχή) βρίσκομαι σε ταραχή, σε μεγάλη φροντίδα («θυμὲ κήδεσιν κυκώμενε», Αρχίλ.)
δ) πιέζομαι, στενοχωρούμαι («ὑπ' ἀνδρὸς τοξότου κυκώμενος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Επιτατικός σχηματισμός σε -άω. Οι συνδέσεις που έχουν κατά καιρούς προταθεί δεν είναι πειστικές].