κυρτότητα
Greek Monolingual
η (Α κυρτότης, -ητος) κυρτός
1. η ιδιότητα του κυρτού, κύρτωμα, καμπούριασμα («τὴν Πλάτωνος... κυρτότητα καὶ τὴν Ἀριστοτέλους τραυλότητα», Πλούτ.)
2. (για γραμμή) καμπυλότητα («ἡ τοῡ μείζοντος κύκλου περιφέρεια καὶ κυρτότης... γίνηται ἐλάττονος κύκλου», Αριστοτ.)
νεοελλ.
η κύρτωση προς τα επάνω, η ανακύρτωση
αρχ.
κάθε κυρτή επιφάνεια («ἀέρα ἐπιπολῆς τῇ κυρτότητι [τῆς σελήνης] ἐπικείμενον», Πλούτ.).