παραπληγικός

From LSJ
Revision as of 07:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

German (Pape)

[Seite 494] ion. = παραπληκτικός, Hippocr. u. sp. Medic., auch im adv.

Greek Monolingual

και παραπληκτικός, -ή, -ό / παραπληκτικός, ιων. τ. παραπληγικός, -ή, -όν, ΝΑ παραπληγία / παραπληξία
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπληγία
2. (και ως ουσ.) άτομο που πάσχει από παραπληγία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπληξία, δηλ. στην ημιπληγία («χεὶρ παρελύθη μετά σπασμοῡ παραπληγικὸν τρόπον», Ιπποκρ.)
2. αυτός που έχει προσβληθεί από παραπληγία («κατάρροοι ἐπιγενόμενοι ἐκ τοῡ ἐγκεφάλου παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους», Ιπποκρ.)
3. μανιακός, παραφρων, τρελός.
επίρρ...
παραπληκτικῶς Α
με παραπληκτικό τρόπο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπληγικός -ή -όν [παραπληγίη] halfzijdig verlamd.