προεξέχω

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξέχω Medium diacritics: προεξέχω Low diacritics: προεξέχω Capitals: ΠΡΟΕΞΕΧΩ
Transliteration A: proexéchō Transliteration B: proexechō Transliteration C: proeksecho Beta Code: proece/xw

English (LSJ)

   A project from, τοῦ αἰγιαλοῦ Agath.5.22.

Greek (Liddell-Scott)

προεξέχω: ἐξέχω, τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Ἀγαθ. 327, 16.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ἐξέχω
εξέχω προς τα εμπρός, προέχω (α. «η στέγη δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά της βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον μέρος καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ.
γ. «τὸ τοῡ αἰγιαλοῡ προεξέχον», Αγαθ.)
αρχ.
υπερέχω, διακρίνομαι.