μνηστύς

From LSJ
Revision as of 04:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνηστύς Medium diacritics: μνηστύς Low diacritics: μνηστύς Capitals: ΜΝΗΣΤΥΣ
Transliteration A: mnēstýs Transliteration B: mnēstys Transliteration C: mnistys Beta Code: mnhstu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ion. for μνηστεία,

   A wooing, courting, asking in marriage, παύσεσθαι . . μνηστύος ἀργαλέης Od.2.199; μή πως . . καταισχύνητέ τε δαῖτα καὶ μνηστύν [ῡ] 16.294.

German (Pape)

[Seite 196] ύος, ἡ, ion. = μνηστεία, das Freien, Werben um eine Frau, μὴ καταισχύνητε δαῖτα καὶ μνηστύν, Od. 16, 294 u. öfter. – [Υ ist Od. 16, 294. 19, 13 lang, aber in den dreisylbigen Casus kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

μνηστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ μνηστεία, μνήστευσις ζήτησις εἰς γάμον, παύσεσθαι... μνηστύος ἀργαλέης Ὀδ. Β. 199· μή πως καταισχύνητέ τε δαῖτα καὶ μνηστὺν [ῡ ἐν ἄρσει], Π. 294, Τ. 13.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
demande en mariage.
Étymologie: μνάομαι.

English (Autenrieth)

υος: wooing, courting. (Od.)

Greek Monolingual

μνηστύς, -ύος, ἡ (Α)
ιων. τ. μνηστεία, αρραβώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. -μνησ-α αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τύς (πρβλ. δειπνησ-τύς)].

Greek Monotonic

μνηστύς: -ύος, ἡ, Ιων. αντί μνηστεία, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μνηστύς: ύος (ῡ и ῠ) ἡ сватовство Hom.

Middle Liddell

μνηστύς, ύος, ἡ, [ionic for μνηστεία, Od.]