αὐλωπίας
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
ου, ὁ (Dor. gen. ία Archestr.Fr.33), a large fish, similar to ἀνθίας, perh.
A Serranus gigas, Arist.HA570b19, Henioch.3.4, Ael. NA13.17; cf. αὐλωπός.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλωπίας: -ου, ὁ, εἶδος ἰχθύος, ὁ ἄλλως καλλιώνυμος ἢ ἀνθίας καλούμενος, τίκτει δὲ καὶ αὐλωπίας, ὃν καλοῦσιν ἀνθίαν τοῦ θέρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 7, Ἡνίοχος ἐν «Πολυπράγμονι» 1, Αἰλ. π. Ζ. 13, 17· πιθ. ὁ αὐτὸς καὶ αὐλωπός, ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 256. Ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ξενοκράτ. σ. 69 ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
poisson de mer inconnu.
Étymologie: αὐλός, ὤψ.
Spanish (DGE)
κοιλόφθαλμος Hsch.
-ου, ὁ
• Morfología: [dór. gen. -α Archestr.SHell.164.1]
ict. un tipo de atún, quizá el bonito o albacora, Thynnus alalonga Arist.HA 570b19, Henioch.3.4, Archestr.l.c., Ael.NA 13.17, cf. tb. ἀλλοπίᾶς y αὐλωπός.
Greek Monolingual
αὐλωπίας, ο (Α)
είδος μεγάλου ψαριού που μοιάζει με τον ανθία, ίσως ο Serranus gigas.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + -ωπίας < ωπ (< ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + -ίας (πρβλ. μυωπίας, οξυωπίας κ.ά.)].
Russian (Dvoretsky)
αὐλωπίας: ου ὁ авлопий (род неизвестной нам морской рыбы; по некот. предполож. - Scomber alalonga) Arst.