Ὀδυσσεία
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
English (LSJ)
ἡ, (variant of Ὀδύσσεια)
A the Odyssey, Hdt.4.29, Pl.R.393b, Arist.Rh.1406b12, Po.1449a1, al., AP7.377 :—Adj. Ὀδυσσ-ειᾰκός, ή, όν, of or for the Odyssey, προσῳδία, title of work by Hdn.Gr., Sch.Ar.Av.862.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀδύσσεια: ἡ, ποίημα Ἐπικὸν τοῦ Ὁμήρου πραγματευόμενον τὰς περιπλανήσεις τοῦ Ὀδυσσέως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 4, Ποιητ. 4, 12, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. 7. 377· Ὀδυσσειᾰκός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν Ὀδύσσειαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 862.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
l’Odyssée, poème d’Homère.
Étymologie: Ὀδυσσεύς.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
Ὀδύσσεια: ἡ, η Οδύσσεια, το Ομηρικό έπος, σε Αριστ.
Middle Liddell
Ὀδύσσεια, ἡ,
the Odyssey, Arist. [from Ὀδυσσεύς
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
l’Odyssée, poème d’Homère.
Étymologie: Ὀδυσσεύς.
Russian (Dvoretsky)
Ὀδυσσεία: ион. Ὀδύσσεια или Ὀδυσσείη ἡ Одиссея (повесть об Одиссее, вторая из обеих поэм Гомера).