θύμαλλος
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
ὁ, an unknown
A fish, Ael.NA14.22.
German (Pape)
[Seite 1222] ὁ, ein Fisch, Ael. N. A. 14, 22.
Greek (Liddell-Scott)
θύμαλλος: ὁ, ἄγνωστός τις ἰχθύς, Αἰλ. π. Ζ. 14. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de poisson, pê l’ombre.
Étymologie: DELG ombre ; pê de θύμος, à cause du parfum de sa chair.
Greek Monolingual
ο (Α θύμαλλος)
γένος τελεόστεων ιχθύων τών γλυκών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον «θυμάρι» + επίθημα -αλλος. Η ονομασία του ψαριού, την οποία δανείστηκε και η λατ. (πρβλ. λατ. thymallus, από την οποία ιταλ. temolo), οφείλεται στην αρωματική του σάρκα].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a fish Thymallus vulgaris, Salmo thymallus (Ael.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation in -αλλος (vgl. κορύδ-αλ(λ)ος a. o. Chantraine Formation 317), connected with θύμον thyme because of the scent (Strömberg Fischnamen 60f.; doubts in Thompson Fishes s. v.). - From there (through Lat. LW [loanword] thymallus) Ital. temolo etc.; s. Meyer-Lübke Rom. et. Wb. No 8721. - As the suffix is Pre-Greek, it is improbable that the basic word was (IE) Greek.