πτῆμα

From LSJ
Revision as of 06:25, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

German (Pape)

[Seite 809] τό, der Flug, bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πτῆμα: τό, πτῆσις, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Μ
η πτήση, το πέταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτη- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ- του πέτομαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. τμή-μα)].

Frisk Etymological English

πτηνός, πτῆσις See also: s. πέτομαι.