οἰκοδόμος

From LSJ
Revision as of 04:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδόμος Medium diacritics: οἰκοδόμος Low diacritics: οικοδόμος Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: oikodómos Transliteration B: oikodomos Transliteration C: oikodomos Beta Code: oi)kodo/mos

English (LSJ)

ὁ (parox.),

   A builder, architect, Hdt.2.121. α', Ar.Fr.180, Pl.Prt.319b, Supp.Epigr.4.105, etc.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδόμος: ὁ, ὁ οἰκοδομῶν, κτίστης, ἀρχιτέκτων, Ἡρόδ. 2. 121, 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 223, Πλάτ. Πρωτ. 319Β, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
architecte, bâtisseur.
Étymologie: οἶκος, δέμω.

Greek Monolingual

ο (Α οικοδόμος)
αυτός που οικοδομεί, κτίστηςχωρίον ἡμῑν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», Ξεν.)
νεοελλ.
1. αυτός που διευθύνει την οικοδόμηση, που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («οικοδόμος μηχανικός»)
2. μτφ. ο κύριος πρωτεργάτης μιας προσπάθειας, ο δημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δόμος (< δόμος < δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. λιθο-δόμος, πυργο-δόμος.

Greek Monotonic

οἰκοδόμος: ὁ (δέμω), χτίστης, αρχιτέκτονας, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοδόμος: ὁ строитель, зодчий Her., Xen. etc.

Middle Liddell

οἰκο-δόμος, ὁ, δέμω
a builder, an architect, Hdt., Plat.