σημικίνθιον

From LSJ
Revision as of 21:44, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημῐκίνθιον Medium diacritics: σημικίνθιον Low diacritics: σημικίνθιον Capitals: ΣΗΜΙΚΙΝΘΙΟΝ
Transliteration A: sēmikínthion Transliteration B: sēmikinthion Transliteration C: simikinthion Beta Code: shmiki/nqion

English (LSJ)

(written σιμικίνθιον), τό, Lat.

   A semicinctium, apron or kerchief, Act.Ap.19.12.

German (Pape)

[Seite 875] τό, das lat. semicinctum, Schürze, Handtuch, Schnupftuch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σημικίνθιον: ἢ σιμικίνθιον, τό, Λατ. semicinctium, «ποδιὰ» ἢ «μανδῆλι», Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 12.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de tablier ou de fichu.
Étym. lat. semicinctium.

Greek Monolingual

και σιμικίνθιον, τὸ, Α
η ποδιά, η μπροστέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. semicinctium «ποδιά, μπροστέλα» < semi- (πρβλ. ημι-) + cinctus «ζώνη»].

Greek Monotonic

σημικίνθιον: ή σιμικίνθιον, τό, το Λατ. semicinctium, ποδιά ή πετσέτα κουζίνας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σημικίνθιον: τό NT v. l. = σιμικίνθιον.

Middle Liddell

σημικίνθιον, ορ σιμικίνθιον, ου, τό,
the Lat. semicinctium, an apron or kerchief, NTest.

Chinese

原文音譯:simik⋯nqion 西米-卿提按

詞類次數:名詞(1)

原文字根:(半-圍帶)

字義溯源:圍裙,半圓形圍帶,圍巾

出現次數:總共(1);徒(1)

譯字彙編

1) 圍裙(1) 徒19:12