кружить
From LSJ
Russian > Greek
περικυκλόω, περιελελίζω, στροφαλίζω, σοβέω, ἀνακάμπτω, κυλίνδω, κυλινδέω, κυκλέω, στροβέω, περιδινέω, ῥυμβέω, τροχοδινέω, συγγογγυλίζω, δινέω, ἐπιδινέω, ἑλίσσω, εἱλίσσω, ἑλίττω, εἱλίττω, στρωφάω, ὑποστροβέω, τροχίζω, περιτροπέω, ἐλελίζω