высокомерный
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Russian > Greek
μέγας ;; ὑψήγορος ;; ὑπερήφανος ;; μεγαλεῖος ;; ὑπέροπλος ;; αἰπεινός ;; σεμνόστομος ;; ὑπέρφρων ;; μεγαλήνωρ ;; μεγαλάνωρ ;; ὑπέρκοπος ;; φρονηματίας ;; ὑβριστικός ;; νεόπλουτος ;; ἀκοινώνητος ;; ἀκοινώνατος ;; μεγαλόμητις ;; περίφρων ;; πλεονέκτης ;; καρτερός ;; θρασύς ;; ὑπέραυχος ;; ὑπερπετής