покров
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Russian > Greek
προβολή, σκέπη, σκέπασμα, φάρος, περιβολή, σάγμα, ἐνδυτόν, ἐπικάλυμμα, περίβλημα, ἐπικαλυπτήριον, περικαλυφή, στέγαστρον, καλυπτήρ, πέπλος, ἔκδυμα, περιβόλαιον, κάλυμμα, παρακάλυμμα, καλύπτρα, ῥῆγος, κατασκήνωμα, περικάλυμμα, στεγάνη, ἔλυτρον