ранний
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
βαθύς, ὀμφακίας, βαιός, ὑπηοῖος, ἑῷος, ὑπόρθριος, ἠέριος, ὄρθριος, πρώϊμος, πρῷμος, πρώϊος, πρῷος, ἑωθινός, ὀρθρινός, θαλερός