тщательно
From LSJ
Russian > Greek
ἀνακῶς, ἐπιστρεφῶς, ἐπιστρεφέως, μεμελημένως, πύκα, ἀργυραμοιβικῶς, ἁρμοστῶς, θεραπευτικῶς, ἐπιστατικῶς, διηυκρινημένως, σκεθρῶς, ἐξεταστικῶς, κεκριμένως, ἐξειργασμένως, συγκεκροτημένως, σπουδαίως
ἀνακῶς, ἐπιστρεφῶς, ἐπιστρεφέως, μεμελημένως, πύκα, ἀργυραμοιβικῶς, ἁρμοστῶς, θεραπευτικῶς, ἐπιστατικῶς, διηυκρινημένως, σκεθρῶς, ἐξεταστικῶς, κεκριμένως, ἐξειργασμένως, συγκεκροτημένως, σπουδαίως