μεμελημένως

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμελημένως Medium diacritics: μεμελημένως Low diacritics: μεμελημένως Capitals: ΜΕΜΕΛΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: memelēménōs Transliteration B: memelēmenōs Transliteration C: memelimenos Beta Code: memelhme/nws

English (LSJ)

Adv., (μέλω) carefully, ἔχειν Pl.Prt. 344b.

German (Pape)

[Seite 129] = Vorigem, sorgfältig gemacht; καὶ χαριέντως ἔχει Plat. Prot. 344 b; Sp., wie Plut. Pomp. 68.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec soin.
Étymologie: μεμελημένος, part. pf. Pass. de μέλομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεμελημένως: заботливо, тщательно: χαριέντως καὶ μ. ἔχειν Plat. отличаться изяществом и тщательностью.

Greek (Liddell-Scott)

μεμελημένως: Ἐπίρρ. (μέλω) ἐπιμελῶς, Πλάτ. Πρωτ. 344Β.

Greek Monolingual

μεμελημένως (Α)
επίρρ. προσεκτικά, επιμελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμελημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μέλω «προνοώ, φροντίζω»].

Greek Monotonic

μεμελημένως: (μέλω), επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ., προσεκτικά, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[adverb perf. pass. part.] μέλω
carefully, Plat.