μεμελημένως
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
English (LSJ)
Adv., (μέλω) carefully, ἔχειν Pl.Prt. 344b.
German (Pape)
[Seite 129] = Vorigem, sorgfältig gemacht; καὶ χαριέντως ἔχει Plat. Prot. 344 b; Sp., wie Plut. Pomp. 68.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec soin.
Étymologie: μεμελημένος, part. pf. Pass. de μέλομαι.
Russian (Dvoretsky)
μεμελημένως: заботливо, тщательно: χαριέντως καὶ μ. ἔχειν Plat. отличаться изяществом и тщательностью.
Greek (Liddell-Scott)
μεμελημένως: Ἐπίρρ. (μέλω) ἐπιμελῶς, Πλάτ. Πρωτ. 344Β.
Greek Monolingual
μεμελημένως (Α)
επίρρ. προσεκτικά, επιμελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμελημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μέλω «προνοώ, φροντίζω»].
Greek Monotonic
μεμελημένως: (μέλω), επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ., προσεκτικά, σε Πλάτ.