productive
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Fertile P. and V. ἔγκαρπος (Plat.), εὔκαρπος (Plat.), πάμφορος (Plat.), Ar. and P. πολύκαρπος (Plat.), πολυφόρος (Plat.), καρποφόρος (Xen.), Ar. also V κάρπιμος, πολύσπορος, V. καλλίκαρπος. Making fruits grow: V. καρποποιός (Eur., Rhes.). Of animals: P. γόνιμος, V. φυτάλμιος, γενέθλιος. Productive of, cause of: P. and V. αἴτιος. Be productive of: use produce, v.