Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
subs.
P. and V. δεσμός, ὁ, κάλως, ὁ, πεῖσμα, τό (Plat.), P. σπάρτον, τό, Ar. and P. τόνος, ὁ, V. πλεκτή, ἡ, ἀρτάνη, ἡ; see rope.
small cord: Ar. σπαρτίον, τό.
cord for supporting a bed: Ar. κειρία, ἡ.
v. trans.