κειρία

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κειρία Medium diacritics: κειρία Low diacritics: κειρία Capitals: ΚΕΙΡΙΑ
Transliteration A: keiría Transliteration B: keiria Transliteration C: keiria Beta Code: keiri/a

English (LSJ)

ἡ,
A girth of a bedstead, Ar.Av.816, LXX Pr.7.16, Plu.Alc. 16.
II swathing-band, bandage, written κηρία, PMed.Lond.155 IV10, 28, al., Sor.1.83, 2.59, 61, Hsch. (κηρεία); καιρία (q.v.); κιρία, PCair.Zen.69.9, ΙΙ, PSI4.341.7, 387.4 (iii B.C.); grave-clothes, in form κειρίαι (v.l. κηρίαι) Ev.Jo.11.44.
III κηρίαι, tapeworms, Hp. ap. Erot.; κειρίαι Gal.14.755.

German (Pape)

[Seite 1412] ἡ, Band, Binde, bes. Bettgurten, die über den Boden der Bettstelle gespannt werden; Ar. Av. 816; κειρίαις ἀλλὰ μὴ σανίσι τῶν στρωμάτων ἐπιβαλλομένων Plut. Alcib. 16. Im N.T. Ev. Io. 11, 44 Tücher, in welche der Todte gewickelt wurde, v.l. κηρίαι.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sangle de lit;
NT: bandelette (pour envelopper un mort).
Étymologie: DELG étymologies douteuses.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κειρία -ας, ἡ zeel (brede banden gespannen als bedbodem). linnen doek.

Russian (Dvoretsky)

κειρία:
1 тесьма, жгут или ремень (sc. τῆς χαμεύνης Arph.): κειρίαις, ἀλλὰ μὴ σανίσι, τῶν στρωμάτων ἐπιβαλλομένων Plut. (при этом для Алкивиада) постель накладывалась на (натянутые) ремни, а не на доски;
2 (погребальная), лента или пелена (τεθνηκὼς δεδεμένος κειρίαις NT).

English (Strong)

of uncertain affinity; a swathe, i.e. winding-sheet: graveclothes.

English (Thayer)

κειριας, ἡ, a band, either for a bed-girth (Schol. ad Aristophanes av. 817 κειρία. εἶδος ζώνης ἐκ σχοινίων, παρεοικος ἱμάντι, ἡ δεσμουσι τάς κλίνας, cf. Plutarch, Alcib. 16,1)), or for tying up a corpse after it has been swathed in linen: in the latter sense in swathings themselves).

Greek Monolingual

η (Α κειρία και κηρία και καιρία και κιρία)
νεοελλ.
ναυτ. πισσωμένη πάνινη ταινία για περιτύλιγμα σχοινιού ώστε αυτό να προφυλάσσεται από την τριβή, κν. φασίνα
αρχ.
1. σχοινιά ή ιμάντες τεντωμένοι κατά μήκος και κατά πλάτος του κρεβατιού, πάνω στους οποίους τοποθετούσαν το στρώμα
2. ταινία περιτυλίγματος
3. στον πληθ. αἱ κειρίαι
α) σάβανα, ταινίες με τις οποίες τύλιγαν τον νεκρό
β) ιατρ. ταινία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το καιρός, καιρία «ταινία» προσκρούει σε φωνητικές δυσκολίες. Οι τ. κηρία και κιρία είναι προϊόντα ιωτακιστικής γραφής. Ο τ. καιρία είναι παρ. του καῖρος].

Greek Monotonic

κειρία: ἡ,
I. σχοινί ή ιμάντας κρεβατιού, Λατ. instita, σε Αριστοφ.
II. στον πληθ., σάβανα, επίδεσμοι, νεκρικά ρούχα, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κειρία: ἡ, σχοινίον ἢ ἱμὰς τῆς κλίνης, Λατ. instita, Σπάρτην γὰρ ἂν θείμην ἐγὼ τἠμῇ πόλει; οὐδ᾿ ἂν χαμεύνῃ πάνυ γε κειρίαν ἔχων, ἔνθα παίζει ὁ κωμικὸς διὰ τὴν ὁμοιότητα τῆς κειρίας πρὸς τὸ ἐκ σπάρτου σχοινίον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 816, Πλουτ. Ἀλκ. 16, Ἑβδ. (Παροιμ. Ζʹ, 16)· καὶ ὁ Σουΐδ. «κειρία· εἶδος ζώνης ἐκ σχοινίων παρεοικὸς ἱμάντι ᾧ δεσμοῦσι τὰς κλίνας». ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., σάβανα, ταινίαι δι᾿ ὧν περιβάλλουσιν ἢ τυλίσσουσι τὸν νεκρόν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιαʹ, 44 (Κῶδ. Ἀλεξ. κηρίαις, καὶ ἔν τινι παρεμβεβλημένῃ γλώσσῃ τοῦ Ἡσύχ. κηρείαις)· ὁ Νόνν. ἐν τῇ παραφράσσει αὐτοῦ γράφει κερείαις χάριν τοῦ μέτρου· παρὰ τοῖς ἰατροῖς καὶ αἱ πλατεῖαι ἕλμινθες (Λατ. taeniae) διὰ τὴν πρὸς τὰς ταινίας ὁμοιότητα.

Frisk Etymological English

Grammatical information: often pl.
Meaning: girth of a bedstead, bandage (for wounds, dead), tapeworms (Ar. Av. 816, LXX, pap., medic., Ev. Jo. 11, 44).
Other forms: also κιρία, κηρία, καιρία f.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To καῖρος string, snare or the like seems obvious, but the most usual notations κ(ε)ιρ-, κηρ- then remain ununderstandable. Cf. Scheller Oxytonierung 57f. The variation is probably Pre-Greek: αι for α before a palatal. consonant, which became ει and/or η; cf. λαίθαργος, λήθαργος. Fur. 235, 352 (who had not yet seen the mechanism).

Middle Liddell

κειρία, ἡ,
I. the cord or girth of a bedstead, Lat. instita, Ar.
II. in plural swathings, grave-clothes, NTest.

Frisk Etymology German

κειρία: {keiría}
Forms: auch κιρία, κηρία, καιρία f.,
Grammar: oft pl.
Meaning: ‘Bettgurt, Binde (zu Wundverbänden, Totenbinden), Bandwürmer’ (Ar. Av. 816, LXX, Pap., Mediz., Ev. Jo. 11, 44 u. a.).
Etymology: Beziehung zu καῖρος Schnur, Schlinge od. ähnl. liegt nahe, aber die weitaus gewöhnlichsten Schreibweisen κ(ε)ιρ-, κηρ- bleiben dabei schwerverständlich. Somit unerklärt; vgl. Scheller Oxytonierung 57f.
Page 1,810

Chinese

原文音譯:keir⋯a 咳里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:剪(著) 相當於: (מַרְבַד‎)
字義溯源:布葦^,繃帶,死人穿的衣服,布,包紮繃帶
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 布(1) 約11:44

English (Woodhouse)

cord for supporting a bed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)