ὀρθιάδε
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
Adv., (ὄρθιος)
A uphill, X.Lac.2.3.
German (Pape)
[Seite 373] u. ὀρθιάζε, gradauf, bergauf, Xen. Lac. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθιάδε: Ἐπίρρ. (ὄρθιος), πρὸς τὰ ἄνω, «τὸν ἀνήφορον», Ξεν. Λακεδ. 2, 3.
French (Bailly abrégé)
adv.
vers les hauteurs, en haut avec mouv.
Étymologie: ὄρθιος, -δε.
Greek Monolingual
ὀρθιάδε (Α)
επίρρ. προς τα πάνω, προς τον ανήφορο, ανηφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. ενθά-δε)].
Greek Monotonic
ὀρθιάδε: (ὄρθιος), επίρρ., προς τα πάνω, ανηφορικά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθιάδε: adv. вверх, на горы, на кручи (βαίνειν Xen.).