ὁμοιογένεια

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιογένεια Medium diacritics: ὁμοιογένεια Low diacritics: ομοιογένεια Capitals: ΟΜΟΙΟΓΕΝΕΙΑ
Transliteration A: homoiogéneia Transliteration B: homoiogeneia Transliteration C: omoiogeneia Beta Code: o(moioge/neia

English (LSJ)

ἡ,

   A likeness of race or kind, D.H.3.15.

German (Pape)

[Seite 334] ἡ, Gleichheit des Geschlechtes, der Gattung, D. Hal. 3, 15 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιογένεια: ἡ, ὁμοιότης γένους ἢ εἴδους, Διον. Ἁλ. 3. 15.

Greek Monolingual

η (Α ὁμοιογένεια) ομοιογενής
ομοιότητα γένους ή είδους
νεοελλ.
1. ζωολ. μονάδα συστηματικής κατάταξης που παλαιότερα χρησιμοποιούνταν αντί του όρου οικογένεια ενώ σήμερα τοποθετείται μεταξύ της υποοικογένειας και του γένους
2. μτφ. ομοιότητα απόψεων ή σκοπών.