δίκραιρος

From LSJ
Revision as of 11:15, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκραιρος Medium diacritics: δίκραιρος Low diacritics: δίκραιρος Capitals: ΔΙΚΡΑΙΡΟΣ
Transliteration A: díkrairos Transliteration B: dikrairos Transliteration C: dikrairos Beta Code: di/krairos

English (LSJ)

ον,

   A two-horned, AP6.32 (Agath.).    II forked, δίκραιρα… κήτεος ὁλκαίη A.R.4.1613.

German (Pape)

[Seite 629] zweispaltig; ὁλκαίη Ap. Rh. 4, 1613; zweihörnig, Pan, Agath. 29 (VI, 32).

Greek (Liddell-Scott)

δίκραιρος: -ον, ὁ δύο ἔχων κέρατα, Ἀνθ. Π. 6. 32. ΙΙ. ὁ εἰς δύο ἐσχισμένος, ἴδε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1613.

Spanish (DGE)

-ον
1 bicornede Pan AP 6.32 (Agath.)
de un candelabro de dos brazos Paul.Sil.Soph.856.
2 ahorquillado, bifurcado ἀλκαίη de la cola de Tritón, A.R.4.1613.

Greek Monolingual

δίκραιρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει δύο κέρατα
2. ο σχισμένος στα δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -κραιρος < κραιρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. εύκραιρος, τανύκραιρος)].

Russian (Dvoretsky)

δίκραιρος: двурогий (Πάν Anth.).